- αμπαλλάρω
- (αόρ. αμπαλλάρισα) μετ. упаковывать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εγκιβωτίζω — 1. κλείνω μέσα σε κιβώτιο, αμπαλλάρω 2. κατασκευάζω στεγανό περίφραγμα για να αποκλείσω το νερό ώστε να θεμελιωθεί έργο, κασονάρω … Dictionary of Greek